- οδόσημο
- τοξύλινη, λίθινη ή σιδερένια πινακίδα η οποία είναι τοποθετημένη σε δρόμους και δείχνει τις χιλιομετρικές αποστάσεις από ένα σημείο που λαμβάνεται ως αφετηρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < οδός + σήμα (πρβλ. οικόσημο, ορό-σημο)].
Dictionary of Greek. 2013.